- ἀλλοτριοπράγμων
- ἀλλοτριοπράγμωνmeddlesomemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλλοτριοπράγμων — ἀλλοτριοπράγμων ( ονος), ον (Α) αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο περίεργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + πράγμων < πρᾶγμα. ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγμοσύνη] … Dictionary of Greek
αλλοτριοπραγμοσύνη — ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) [ἀλλοτριοπράγμων] η αλλοτριοπραγία* … Dictionary of Greek
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek